Εκείνη την ημέρα στη σχόλη επικρατούσε χάος… Η κατάληψη συνεχίζονταν, τα νεύρα τεντώνονταν, οι μέρες περνούσαν…
Στεκόμουν στον τοίχο έξω από τις τουαλέτες και διάβαζα μια προκήρυξη, όταν ήρθε κοντά μου ο Δημήτρης. “Πως τα βλέπεις;” με ρώτησε. Δε τα έβλεπα καλά. Οι μέρες περνούσαν και τα μαθήματα χάνονταν, κι η εξεταστική μαζί… Στήριξε το χέρι του στον τοίχο δίπλα στο κεφάλι μου κι έσκυψε προς το μέρος μου.. “Κάτι μου λέει ότι θ’ αργήσουμε πολύ να πάρουμε πτυχίο…”. Συμφώνησα. Κι ανατρίχιασα. Ο Δημήτρης πάντα μου άρεσε πολύ. Είχε μακριά καστανόξανθα μαλλιά σε μπούκλες, έμοιαζε με αναγεννησιακό πίνακα, κι ένα κορμί γυμνασμένο που μου έβαζε ιδέες. Νιώθοντάς τον τόσο κοντά μου, με την ανάσα του να χαϊδεύει το μάγουλό, καθώς μου μιλούσε, πάθαινα κάτι…
“Δε γίνεται και τίποτα για να σπάσει τη μονοτονία” του είπα ελπίζοντας να καταλάβει… “Έχεις αρχίσει να βαριέσαι;”… Η ανάσα του στο μάγουλό μου. “Δεν έχεις κάτι για να περάσεις την ώρα σου;”… Με ρώτησε πως τα πάω με το φίλο μου, η σχέση μ... Læs hele novellen
Du skal være logget ind for at skrive en kommentar
Login og kommenter