Μια πνιχτή φωνούλα φόβου βγήκε από τα χείλη μου όταν αντίκρισα μπροστά μου το γιο του διαχειριστή της πολυκατοικίας. Ο Κώστας ήταν ένας εικοσιπεντάχρονος νεαρός που με κοιτούσε με αναίδεια κάθε φορά που με συναντούσε. Επειδή δεν του έδινα σημασία, εκφραζόταν πάντα χυδαία και μια φορά μάλιστα μου είχε δείξει τη χοντρή πούτσα του. Ίσως αν ήμουν από τις εύκολες να είχα καθίσει για ένα γαμήσι στα όρθια, όμως εγώ είχα αρχές και δεν έδινα το μουνί μου όπου τύχαινε. "Για πού το 'βαλε η κόμισσα... της μπουγάδας;" ρώτησε ειρωνικά κι έκανε χώρο για να μπω στο ασανσέρ.
Ο χώρος ήταν ιδιαίτερα περιορισμένος. Η μυρωδιά του ιδρωμένου κορμιού του διάχυτη. Γύριζε από τρέξιμο και το φανελάκι του είχε κολλήσει πάνω στο γεροδεμένο κορμί του. Προτίμησα να μείνω σιωπηλή αλλά όταν σταματήσαμε στον όροφο του, αντί να βγει μόνος, μου έφραξε το στόμα και δια της βίας με οδήγησε στο διαμέρισμα του. Οι γονείς του έλειπαν κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να με βοηθήσει.
"Τώρα σεμνότυφη τσουλίτσα θα μάθεις να σέβεσαι άνδρες σαν την πάρτη μου" μου είπε και δάγκωσε δυνατά το λοβό μου.
Δάκρυα ξεπήδησαν από τις κόγχες των ματιών μου αλλά ταυτόχρονα τα έβαλα με τον εαυτό μου που τον φοβόταν. Ο Κώστας έχωσε τα χέρια κάτω από το μαλακό πουλόβερ που φορούσα κι έστριψε τις ρώγες μου. Αμέσως μετά δήλωσε πως με τα παιχνίδια πόνου και τα χυσίματα που θα μου έκανε, θα υποτασσόμουν στη δύναμη του. Τον άφησα να πιστεύει πως ήμουν διατεθειμένη να δεχτώ στωικ... Læs hele novellen