Σαραντάρα, ξανθιά, κοντούλα και φορούσε συνέχεια (ειδικά εκείνη την εποχή που ήταν καλοκαίρι) αεράτες φούστες που έβγαζαν έξω τα απίστευτα για την ηλικία της μπούτια. Τέλος πάντων μετά τη φιλονικία μας μπήκε στο ασανσέρ και βρόντηξε την πόρτα με θυμό. Θυμάμαι μαζί με τον συνάδελφο μου γελάσαμε.
Από εκείνη την ημέρα όταν την έβλεπα πρόσεχα όλο και πιο πολύ τα θέλγητρα της και εκείνη φρόντιζε να τα έχει σε κοινή θέα με επιγραφή "Θαυμάζετε αλλά μην αγγίζετε".
Δεν μου έλεγε ούτε καλημέρα μέχρι ένα βράδυ Παρασκευής που πήγα στη δουλειά εκτάκτως για να αφήσω κάτι πράγματα. Την πέτυχα να περιμένει το ασανσέρ και έκανα κάτι που μου φάνηκε αστείο, τη χαιρέτισα. Με κοίταξε και σα να έλεγε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και προέτρεψε να μπω. Σαστισμένος λίγο αλλά χωρίς να θέλω να το δείξω προχώρησα.
Έκλεισε την πόρτα και πριν πατήσει το κουμπί μου είπε τα παρακάτω (και παρότι στο μέλλον θα μου έλεγε και άλλα αντίστοιχα αυτά καρφώθηκαν στο μυαλό μου): «Από το ισόγειο μέχρι τον όροφο μου κάνει δώδεκα δευτερόλεπτα, αν καταφέρεις να χύσεις πάνω στο πόδι μου την επόμενη φορά θα βγεις από το ασανσέρ και θα μπεις στο διαμέρισμα μου».
ΟΚ αυτό ήταν, αν και δεν σοκάρομαι εύκολα αυτή το κατάφερε. Με είδα που ήμουνα παγωμένος και συνέχισε, «να το πατήσω το κουμπί ή θα βγεις σε αυτό τον όροφο;». Με κοιτούσε ανέκφραστα. Κατέβασα το παντελόνι και άρχισα να τον παίζω. Πάτησε το κουμπί και τον έπαιξα όπως δεν τον έχω ξαναπαίξει ποτέ. Κοιτούσα τα γυμνά της πόδια, τα δάχτυλα της που φανερωνόντουσαν μέσα από τη γόβα. Δεν τολμούσα να την κοιτάξω. Το ασανσέρ σταμάτησε κι εγώ φυσικά δεν είχα τελειώσει. «Δεν πειράζει, την επόμενη φορά» ... Læs hele novellen