Το Σάββατο όμως το πρωί αποφάσισα να του μιλήσω για να δω τι άλλο ήθελε να μου πει. Πραγματικά έτσι και έγινε. Μιλήσαμε ή μάλλον γράψαμε διάφορα μέσω του chat και τελικά με έπεισε να συναντηθούμε κάπου στην Ομόνοια. Φυσικά του ξεκαθάρισα ότι αν τον έκοβα μικρότερο από την ηλικία που μου έλεγε, θα αμόλαγα μελάνι. Για να είμαι μάλιστα σίγουρος, του είπα ότι ναι μεν θα είμαι εκεί, αλλά θα έπρεπε να κρατάει δύο μικρές μαργαρίτες στο χέρι ώστε να τον αναγνωρίσω και να την κάνω εάν δεν ήταν -όπως σας είπα- δεκαεννιά χρονών.
Πράγματι ήρθε κρατώντας δύο μικρές μαργαρίτες. Ήταν ψηλός, φορούσε ένα κολλητό τζιν παντελόνι, από ότι δε μπορούσα να καταλάβω πρέπει να είχε πολύ όμορφα πόδια. Μου φάνηκε όμως ότι ήταν πολύ μικρότερος από ότι έλεγε. Τον πλησίασα, το πρόσωπο του ήταν σκέτη γλύκα. Μακριά και καστανά μαλλιά που του έφθαναν σχεδόν μέχρι τους ώμους τα οποία είχε δέσει αλογοουρά. Ματιά γαλανά, όχι ανοιχτόχρωμα, ποιο πολύ είχαν το χρώμα της αγριεμένης θάλασσας. Τα χείλια του παχιά και σχεδόν γυναικεία. «Αν το παιδί αυτό βάλει φούστα και ψηλοτάκουνες γόβες, γίνετε το κάτι άλλο.», σκέφτηκα. Στο δεξί χέρι του κρατούσε τις μικρές μαργαρίτες (χαμομήλια) και στο αριστερό ένα αρκετά μεγάλο σακίδιο.
«Λοιπόν; Άκου μάλλον πρέπει να είσαι πολύ μικρότερος», του είπα όταν τον πλησίασα.
«Α. όχι, σου είπα την αλήθεια και. α, μα να θα σου δείξω ταυτότητα.» είπε ξαφνιασμένος, καθώς δεν με είχε δει που τον είχα πλησιάσει.
Έκανε μια κίνηση προς την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του για να πιάσει την ταυτότητα του. Δεν τον άφησα, μιας και η κίνηση που είχε κάνει με είχε πείσει. «Ωραία-ωραία, με έπεισες, αλλά να ξέ... Læs hele novellen