Όταν κατά το μεσημέρι πήγα στη βιβλιοθήκη (ποτέ δεν ήμουν πρωινός τύπος), τίποτα δεν φαινόταν διαφορετικό από τις άλλες μέρες. Διάλεξα ένα σημείο χωρίς πολύ κόσμο, και άνοιξα τα βιβλία μου, μπας και καταφέρω να διαβάσω και να περάσω κανένα μάθημα. Δεν πέρασε μισή ώρα, όταν ένα παιδί στα 20 ήρθε και κάθισε δύο τραπέζια παρακάτω.
Δεν ήταν αυτό που χαρακτηρίζουμε κούκλος, αλλά ήταν αρκετά εμφανίσιμος και έβγαζε μία σεξουαλικότητα απροσδιόριστη. Ήταν γύρω στο 1.75, αδύνατος με κοντά μαλλιά. Φορούσε ένα στενό μπλουζάκι και μία φόρμα η οποία δεν έκρυβε πολλά πράγματα. Το φούσκωμα που είχε ήταν αρκετό για να δημιουργήσει μια αναστάτωση στο μποξεράκι μου.
Μετά από αυτό, προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρωθώ. Συνεχώς το βλέμμα μου ήταν κολλημένο πάνω του. Ήμουν τόσο αδιάκριτος που δεν πήρε πολύ για να καταλάβει ότι τον κοιτούσα. Σιγά σιγά άρχισε κι αυτός να με κοιτά, να ανταλλάζουμε χαμόγελα. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Όσο αραίωνε ο κόσμος, αυτός γινόταν πιο τολμηρός. Έγλειφε ένα του δάχτυλο, χάιδευε το καβλί του πάνω από τη φόρμα, το χούφτωνε και κοιτούσε αν τον έβλεπα. Περιττό να σας πω πως είχα καβλώσει απίστευτα με το σκηνικό, αλλά δεν τολμούσα να προχωρήσω. Δεν ήξερα αν γούσταρε ή αν απλώς έπαιζε μαζί μου.
Κάποια στιγμή, όταν είχαμε μείνει οι δυο μας στην αίθουσα, ήρθε και κάθισε απέναντί μου στο ίδιο τραπέζι.
"Γεια, είμαι ο Νίκος" μου είπε.
"Μάρκος, χάρηκα" του απάντησα. Τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι γούσταρε φάση και δεν ήταν μόνο για πλάκα που έκανε ό,τι έκανε.
"Πως πάει το διάβασμα", με ρωτά... Læs hele novellen