Ήταν ένα από τα απογεύματα που έχοντας ξεμείνει στο κέντρο της Αθήνας, πήγα στο γραφείο της για να σκοτώσω λίγο χρόνο. Πίναμε λοιπόν τον καφέ μας και συζητάγαμε. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που δεν μου εξομολογιόταν κάποια προβλήματα με γκόμενους. Αντιμετώπιζε όμως δυσκολίες με τη δουλειά. Ελεύθερη επαγγελματίας, έβλεπε τις υποχρεώσεις να τρέχουν, ενώ οι δουλειές που περίμενε να κάνει αργούσαν.
"Έτσι που πάμε με βλέπω να αρχίζω να κάνω βίζιτες για να τη βγάλω" είπε μ' ένα χαμόγελο κι έναν αναστεναγμό ταυτόχρονα.
Δεν θα μπορούσα να αφήσω τέτοια ευκαιρία κι έσπευσα, μισοαστεία μισοσοβαρά να σχολιάσω:
"Πες εσύ πως αρχίζεις και θα είμαι ο πρώτος σου πελάτης".
Από κείνη τη στιγμή η συζήτησh πήρε μια τροπή απροσδόκητη. Ξαφνικά βρεθήκαμε να συζητάμε για το πόσο παίρνουν οι πουτάνες, πώς δουλεύουν και άλλα σχετικά.
Έτσι της εξήγησα ότι η τιμή στα μπουρδέλα είναι 20 ευρώ το πήδημα, αλλά οι πουτάνες πολυτελείας παίρνουν μέχρι 100 ευρώ την ώρα και αν δίνουν και κώλο μπορεί να φθάσουν και τα 150.
"Εσύ μάλιστα πρωτοβγαίνοντας θα μπορούσες να ζητήσεις και 200" συμπλήρωσα.
"Και θα ήσουν ο πρώτος μου πελάτης;"
"Μόλις σου το είπα" της χαμογέλασα.
Και τότε έγινε αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ. Η Γιάννα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του γραφείου. Την κλείδωσε από μέσα, στάθηκε με τα χέρια πίσω και την πλάτη στην πόρτα και με κοίταξε στα μάτια.
"Ο πρώτος μου πελάτης; Ρίχτα..."
Χωρίς να καθυστερήσω στιγμή και χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τα δικά της, έβγαλα από το πορτοφόλι μου τέσσερα πενηντάρικα... Læs hele novellen