«Ψάχνω τον κύριο Παρασκευόπουλο μου είπε. «Είμαι η κόρη του».
Δεν της απάντησα αμέσως όχι γιατί δεν γνώριζα τον κύριο Παρασκευόπουλο, αφού είναι προϊστάμενος του λογιστηρίου και φυσικά δικός μου, αλλά γιατί έμεινα με το στόμα ορθάνοιχτο να θαυμάζω αυτό το υπέροχο πλάσμα. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο μουτράκι της. Ένα θαυμάσιο πανέμορφο μουτράκι με δύο υπέροχα γαλάζια ματάκια που μέσα τους καθρεφτιζόταν ταυτόχρονα η πονηριά κι η αθωότητα. Τα μαλλιά της ολόισια και μακριά χύνονταν σαν χρυσός καταρράκτης πάνω στους γυμνούς της ώμους ενώ τα χειλάκια της κατακόκκινα έμοιαζαν σαν λίγο πριν να ‘χε φάει κεράσια.
Με κοίταξε παραξενεμένη που τόση ώρα δεν της απάντησα σε μια τόσο απλή ερώτηση. Θα νομίζει, σκέφτηκα, πως είμαι κανένας ηλίθιος.
«Ναι πως», της απάντησα κομπιάζοντας. «Ο κύριος Παρασκευόπουλος εργάζεται εδώ σ’ αυτό το γραφείο αλλά είναι καμιά ώρα που ‘φυγε. Παρασκευή σήμερα και…».
Όση ώρα της μιλούσα το πανέξυπνο μουτράκι της ερευνούσε το γραφείο.
«Κρίμα», απάντησε. «Τον ήθελα για κάτι σημαντικό. Θ’ αναγκαστώ να τον δω το βράδυ σπίτι. Ελπίζω να μην σας καθυστέρησα κύριε Σταύρο».
Έκανε μεταβολή και ετοιμαζόταν να φύγει. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα. Αυτό το μουνάκι δεν πρέπει να πάει χαμένο χωρίς τουλάχιστον να δώσω μάχη.
«Δεσποινίς» της φώναξα. Γύρισε και μου ’ριξε ένα βλέμμα που με αναστάτωσε.