Αφήνοντας τα διόδια των Μαλγάρων και με σταθερή ταχύτητα στον βρεγμένο δρόμο, διασχίζαμε κάθετα τα ποτάμια Γαλλικό και Αξιό μέσα σε ένα ομιχλώδες από την υγρασία κάμπο, αφήνοντας πίσω μας την ρουτίνα της καθημερινότητας αλλά και τις οικογένειές μας, έχοντας για συντροφιά την Ελένη και την Μιρέλα, δύο πανέμορφες πιτσιρίκες κοντά στα εικοσιπέντε, σε σχέση με με εμάς που δεν αργούμε να πατήσουμε τα σαράντα.
Η προσμονή για την άφιξή μας στον ξενώνα και την στιγμή που θα μέναμε μόνοι μας εκεί στο ζεστό δωμάτιο ήταν φανερή αφού τα κορίτσια είχαν ήδη ξεκινήσει τα πρώτα λεκτικά πειράγματα. Η πρώτη επιθυμία της Ελένης με την άφιξή μας, ήταν να γεμίσει την μεγάλη στρογγυλή μπανιέρα με νερό και να βρεθεί μέσα της γυμνή κοιτώντας το χιόνι έξω από το ξύλινο παράθυρο όσο το δωμάτιο θα γεμίζει από ατμούς και εγώ θα άναβα το τζάκι για να ζεσταθεί και ο υπόλοιπος χώρος.
Η Μιρέλα προτίμησε κάτι πιο πρακτικό για την ώρα που θα φτάναμε στον ξενώνα, να μαγειρέψει στο μικρό κουζινάκι τις καταπληκτικές της ταλιατέλες που είχε φροντίσει να πάρει μαζί της, μαζί με την κόκκινη σάλτσα και τα μυρωδικά που ποτέ δεν αποχωρίζεται ακόμα και στις λιγοήμερες εκδρομές της. Η σάλτσα βέβαια όπως συνέχισε να μας λέει, θα σερβιριστεί ειδικά και αποκλειστικά πάνω στην κοιλιά του φίλου μου Μιχάλη και θα φαγωθεί από την ίδια χωρίς χέρια και μαχαιροπήρουνα, αλλά με τρόπο που μόνο αυτή ξέρει έχοντας όλη τη καλή διάθεση να μας κάνει μια έμπρακτη επίδειξη τεχνικής.
Το μυαλό μας ταξίδευε στα κορμιά των κοριτσιών αναμεμειγμένα με τις σάλτσες πάνω στα δικά μας, όσο τα χιλιόμετρα έτρεχαν πίσω μας και ο πόθος μας μεγάλωνε για την ώρα που θα φτάναμε. Ένα νεύμα μου στον Μιχάλη για να βαρύνει το πόδι το... Læs hele novellen