Πήρα ένα ποτό και περίμενα..δέκα λεπτά, μισή ώρα, τρία τέταρτα. Κάποια στιγμή ένιωσα μια ζεστή ανάσα πίσω μου. Ένα χέρι να κινείται γρήγορα ανάμεσα στα πόδια μου και ένα δάχτυλο να μπαίνει μέσα μου γρήγορα. Το ίδιο χέρι κινήθηκε βιαστηκά ανάμεσα στα χείλια μου και μου άνοιξε ελαφρά το στόμα για να το ρουφήξω.Ο μπάρμαν με κοίταξε περίεργα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Το ίδιο χέρι έβγαλε το παγάκι από το ποτό που έπινα και το πέρασε στο λαιμό μου και τελικά στη ρώγα μου. Το άφησε εκεί να λιώσει, ενώ ο μπαρμαν εξακολουθούσε να κοιτάζει από τη γωνία μαγνητισμένος.'Ηρθε ο αφέντης σου', μου ψιθύρισες και μου έδωσες ένα μαύρο μαντήλι και τα κλειδιά ενός αυτοκινήτου. 'Θα κατέβεις κάτω, θα κάτσεις στο μπροστινό κάθισμα και θα δέσεις τα μάτια σου. Μετά θα ανοίξεις τα πόδια σου σαν καλή πουτανίτσα και θα ανοίξεις το φουστάνι, ώστε να φαίνονται οι άκρες από τις ρώγες σου. Εκεί θα με περιμένεις. Κατάλαβες, σκλάβα?'
'Μάλιστα αφέντη', είπα σιγανά.
'Δεν άκουσα;'
'Μάλιστα αφέντη', είπα σε μια ένταση που ο μπαρμαν με το τεντωμενό αυτί μπορούσε να ακούσει. Μου έδωσες ένα τσίμπημα στο γυμνό πισινό και με έστειλες έξω.
Μπήκα στο αυτοκίνητο. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και άδειος, αλλά είδα μια παρέα αντρών να αχνοφαίνεται από μακρυά. Σε είδα να με κοιτάς από το μπαρ και ήξερα ότι αν δεν έκανα ό,τι μου ζητούσες τα πράγματα θα ήταν χειρότερα.
Στήθηκα, λοιπόν, στο αμάξι, με τα μάτια δεμένα και μετά από λίγα λεπτά άκουσα τις φωνές της αντροπαρέας καθώς κάποιος με είδε μέσα στο αυτοκίνητο. 'Τι πουτάνα είναι αυτή;', φώναξε, αλλά ήταν πολύ αργά. Εσύ είχες ήδη μπει στο αμάξι και έβαζες μπρος τη μηχανή.
'Κατέβασε το ... Læs hele novellen