Ξέρετε τι εννοώ. Μετρίου αναστήματος, πυρρόξανθα μαλλιά, μικρό αλλά στητό βυζάκι, πεταχτό ολοστρόγγυλο κωλαράκι, με λίγα λόγια... Μούναρος!
Είχα πάρει το τηλεφωνάκι της (γοητευτικό τεκνό που είμαι!) και είπαμε να κανονίσουμε για κανένα καφεδάκι. Κάνα δυο φορές που την πήρα τηλέφωνο, όλο και κάτι προέκυπτε.
Είχα αρχίσει να απελπίζομαι! Μέχρι που ένα Σάββατο συμφώνησε να βγούμε. Ανάσταση! Ενώ είπαμε να βρεθούμε κατά της 10 το βράδυ, με παίρνει τηλέφωνο κατά της 8:30 και με ρωτάει αν μπορεί να φέρει και έναν φίλο της μαζί (;). E, ξέρετε τώρα, ψιλοετοιμάστηκα για χυλόπιτα αλλά αστραπιαία μου πέρασε από το μυαλό και η περίπτωση του τριολέ! Συμφωνώ τέλος πάντων και έτσι θα ερχόταν και ο φίλοοοοςς... (για καλή μου τύχη!). Όταν συναντηθήκαμε, με συστήνει με τον φίλο της τον Πάρη.
-Και που θα πάμε τώρα; Ρωτάω.
-Εδώ κοντά έχει ένα καλό μπαράκι. Άμα θες…λέει με κάποιο ίχνος από υπονοούμενο η Μένη.
-Και δεν πάμε; Λέω.
Το καλό μπαράκι που έλεγε ήταν ένα λεσβιάδικο στα Εξάρχεια. Δεν χαλάστηκα καθόλου όμως! Μπαίνουμε μέσα και παίρνουμε το ποτό μας. Μετά από λίγο, η Μένη άρχισε να πηγαίνει με κάποια συχνότητα στην τουαλέτα και αυτό μας έδωσε με τον Πάρη πολύτιμο χρόνο να γνωριστούμε. Τότε λέω του Πάρη:
-Έχω καλή συλλογή από τσόντες στο σπίτι… Και μου λέει:
-Αλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον αυτό! Πάμε να τους ρίξουμε καμιά ματιά; Εδώ πήρε η μηχανή μπρός για τα καλά! Του λέω:
-Οπωσδήποτε να ‘ρθετε! Τι λες για απόψε; Με κοιτά μ’ ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενο και μου λέει:
-Καθόλου άσχημη ιδέα!
Δεν είμαι απ’ αυτούς που χάνουν τον χρόνο τους οπότε, μόλις γυρνάει η Μένη, προτείνω να πάμε στο σπίτι μου, μόλις τελειώνουμε το ποτό μας, για κανένα ποτό και λέει:
-Και γιατί όχι; Με καυλιάρικο ύφος.
Αυτό ήταν! Είχε κανονιστεί (σχεδόν) το νταλαβέρι και έμεινε το κλείσιμο... Læs hele novellen