Nα παιχτούν και μερικές σεξουαλικές ροπαλιές στα πισινά.
Φόρεσε τη μάσκα της με τα γυαλιστερά περιγράμματα, τη σκούρα στολή, και σαν άλλη πριγκίπισσα της νύχτας ξεκίνησε για την περιβόητη Πλάκα και το περίπατο της. Άλλωστε όλοι είχαν αποφασίσει να ντυθούν. Τη στολή την είχε φτιάξει μόνη της από κάποια παλιά φούστα, λίγα τούλια, μια φαρδιά μπλούζα. Τη γέμισε με φανταχτερά μικροσκοπικά στολίδια και χρυσόσκονες. Όλα περίτεχνα βαλμένα. Πάντα της άρεσε να καλλιτεχνεί, να παίζει όπως έλεγε. Πήρε το ρόπαλο της, φόρεσε μια ελαφριά καμπαρντίνα και βγήκε. Φέτος δεν έκανε κρύο. Μπορούσε να αντέξει με τα λεπτά αυτά ρούχα.
Η Πλάκα γεμάτη κόσμο ο συνήθως. Γέλια, φωνές, χαμός, κόσμος χαρούμενος γιορτάζει ανάμεσα σε μιας περασμένης γενιά κτίρια. Μπλέκονται, μαλώνουν, γελάνε, γνωρίζονται. Το τελευταίο καιρό είναι πιο υποτονικά, αλλά το καρναβαλίστικο, τα ρόπαλα και τα σπρέι παραμένουν.
Την πρώτη φορά που έπεσε πάνω του δεν έδωσε σημασία. Ούτε και εκείνος φυσικά. Ένα χαμογελαστό «ουπς» και μια ξυλιά στα πισινά με τα ρόπαλα ο καθένας και στο δρόμο τους. Την τρίτη ή τέταρτη φορά, ούτε που θυμόντουσαν, πρόσεξαν κάτι παραπάνω. Μια έλξη ένα κάτι. Και οι δυο κρυμμένοι πίσω από μια μάσκα και μια στολή. Κρύβαν τον καθημερινό τους εαυτό και εμφανίζονταν σαν αυτό που ήθελαν να είναι στα όνειρα τους.
Ο κόσμος άρχισε να πληθαίνει όλο και πιο πολύ. Οι παρέες έσπαγαν και ξανάσμιγαν. Σε μερικά σημεία ήταν μέχρι και αδύνατο να προχωρήσεις. Αποσπασμένοι από την παρέα της που όλο και απομάκρυνε, αποφάσισε να πάρει ένα άλλο δρομάκι, ένα στενάκι, να κόψει δρόμο. Ανέβηκε σε ένα σκαλοπάτι και έκανε σχετικό νόημα στους υπόλοιπους να την περιμένουν στο καφέ που είχαν πει ότι θα πήγαιναν. Την Πλάκα όμως δε την ήξερε καλά. Το ένα στενό την οδήγησε στο άλλο, όλο και πιο πολύ απομακρύνονταν από τ... Læs hele novellen