Την προηγούμενη εβδομάδα η Παναγιώτα με παρακάλεσε να κάνω τη βάρδια της γιατί είχε να κάνει κάτι άλλο δικό της. Της είπα εντάξει γιατί δεν είχα πρόβλημα. Ξεκίνησα από τα άλογα στο σταύλο να τα ταϊσω. Όταν τους έβαζα σανό και νερό στην ποτίστρα, είδα σε μια γωνία ο σκύλος μας, έχομε δύο τσοπανόσκυλα, να έχει στριμώξει την σκύλα αλλά δεν μπορούσα να δω καθαρά τι γινότανε. Ζύγωσα κοντά και είδα ότι είχαν κολλήσει. Την γαμούσε. Όπως είπα και πριν γυναίκες στο χωριό έχομε λίγες και δεν θέλουνε να εκτεθούνε. Μαζευόμασταν όλοι μαζί οι νέοι του χωριού, παίρναμε ένα ταξί και πηγαίναμε στην πόλη στα μπουρδέλα για να γαμήσουμε. Αλλά κάτι τέτοιες ευκαιρίες δεν τις έχανα γιατί μου αρέσει να βλέπω, καβλώνω και μαλακίζομαι.
Ο σκύλος την είχε καβαλήσει και εκείνη έκανε σαν πουτανάκι αχ και βαχ. Έβγαλα τον πούτσο μου και άρχισα να τον παίζω αλλά μετά πήγα πιο κοντά μήπως μπορέσω και τα ακουμπήσω αλλά χωρίς να τα διακόψω. Κάθησα στο πάτωμα κοντά τους και την έπαιζα.
-Λάμπρο τι κάνεις εκεί? άκουσα μια φωνή και είδα την Παναγιώτα μπροστά μου.
Είχα λαχανιάσει και δεν μπορούσα να της απαντήσω. Και τι να της πω? Ότι βλέπω τα σκυλιά να γαμιώνται και μαλακίζομαι? Ήρθε πιο κοντά μου και έβλεπε και εκείνη χωρίς να μιλάει.
-Έλα κάτσε δίπλα μου και εσύ να βλέπεις, της είπα.
Κάθησε κοντά μου και τα κοιτάζαμε. Η πούτσα μου είχε πέσει τώρα για... Læs hele novellen