Τους πρώτους δυο μήνες της διαμονής μου στην επαρχιακή πόλη ψαχνόμουν. Ήθελα να γνωρίσω μια κοπέλα, αλλά δεν έπεφτε μπροστά μου καμιά της προκοπής. Γράφτηκα λοιπόν σε ένα γυμναστήριο με την εντύπωση ότι είναι ένας πρώτης τάξεως χώρος για να γνωρίσεις κοριτσάκια.
Ένας από τους γυμναστές εκεί, πολύ αρρενωπός, πολύ ανδροπρεπής, χωρίς να δίνει καμία αίσθηση ότι πηγαίνει με άνδρες, ανέλαβε να με καθοδηγήσει και να παρακολουθήσει τις ασκήσεις μου. Στην αρχή ήταν μαζεμένος και αυστηρός. Σιγά σιγά όμως άρχισε να με αγγίζει. Λίγο στα πόδια, τάχα μου, για να με βοηθήσει να κάνω τις ασκήσεις, λίγο στα χέρια, για να με βοηθήσει με τα βάρη.
Όσο περνούσαν οι μέρες, φρόντιζε να αγγίζει ολοένα και περισσότερα μέρη του σώματός μου. Δεν είχε πάει το μυαλό μου, αλλά κάτι μέσα μου ικανοποιούνταν από αυτή την αίσθηση.
Ένα βράδυ, που ετοιμαζόμουν να φύγω τον συνάντησα στην έξοδο. Με ρώτησε εάν μπορούσα να τον πάρω στο αυτοκίνητο για να τον πετάξω μέχρι το σπίτι του, αφού το αυτοκίνητό του ήταν στο συνεργείο. Προθυμοποιήθηκα να το κάνω. Στη διαδρομή συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Όταν φτάσαμε επέμενε να με κεράσει ένα ποτό στο σπίτι του. Επειδή ήταν Παρασκευή βράδυ εγώ είπα να μην του χαλάσω το χατίρι, άλλωστε δεν είχα και κάτι άλλο να κάνω, δεν είχα και δουλειά την επόμενη μέρα.
Ανεβήκαμε. Έβαλε από ένα ουίσκι και στους δυο μας και κάτσαμε στον μεγάλο καναπέ του. Ήμασταν δίπλα δίπλα ο ένας στον άλλον και συνεχίζαμε να συζητάμε για διάφορα άσχετα. "Θέλεις να βάλω καμιά ταινία στο dvd?" με ρώτησε. "Έχεις τίποτα καλό?" τον ρώτησα. "Κοίτα, αν θες έχω και μερικές τσοντούλες. Θα... Læs hele novellen