Είχα τελειώσει κάτι δουλειές που είχα στην Αθήνα και είχα βγάλει εισιτήριο με το βραδινό τρένο για να ανέβω Θεσσαλονίκη. Μπαίνοντας στο κουπέ κατάλαβα ότι θα ήμουν μόνη πράγμα που δεν με πείραξε και πολύ.
Η διάθεση μου εκείνη την εποχή δεν ήταν και στα καλύτερα της και πραγματικά ήθελα να μην έχω κανένα μαζί μου. Δεν πρόλαβα να χαρώ και πολύ την μοναξιά μου δυστυχώς, μια γιαγιά μαζί με τον παππού της στρογγυλοκάθισαν απέναντι και προσπαθούσαν να βολέψουν τα πράγματα τους ενώ την ίδια ώρα ένας νεαρός μπήκε και κάθισε και αυτός στο κουπέ μαζί μας.
Δεν έδωσα καμία σημασία στον τύπο μιας και δεν ήταν του τύπου μου (μέτριος από εμφάνιση και με λίγη κοιλίτσα) και άνοιξα το περιοδικό που είχα πάρει και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Το τρένο δεν άργησε να ξεκινήσει για το ολονύχτιο ταξίδι του και εγώ σκεφτόμουν πως θα βολευτώ καλύτερα για να με πάρει λίγο ο ύπνος, που να ήξερα όμως πως θα καταλήξει η βραδιά!! Το ζευγάρι των γερόντων δεν άργησε να ροχαλίζει πράγμα που έκανε τον τύπο δίπλα μου να βγάλει από το σακβουαγιάζ του ένα walkman και να ακούσει μουσική. Εμένα πάλι που να με πάρει ο ύπνος με τους γέρους απέναντι, λες και γίνονταν σεισμός! Μετά από λίγο δεν άντεξα άλλο σηκώθηκα βγήκα έξω από το κουπέ και άρχισα την αναζήτηση μέρους για να κοιμηθώ.
Μάταια όμως όλα ήταν πιασμένα και έτσι ξαναβρέθηκα στο ίδιο κουπέ με τους γέρους και τον τύπο λες και οι μοίρα κάτι ήθελε να μου πει. Δεν πρόλαβα να καθίσω και άκουσα μια φωνή να μου λέει , μήπως θες να σου δώσω τα δεύτερα ακουστικά μου για να ακούς μουσική, νομίζω ότι είναι καλύτερα από τους παππούδες;, . Δέχτηκα και ευχαρίστησα τον τύπο χωρίς να ξέρω τι έκπληξη με περιμένει. Τα ακουστικά που μου έδωσε φέρανε τα κεφάλια μας σε μια απόσταση λιγότερη... Læs hele novellen