Ήμουνα λοιπόν που λετε, καθισμένη στο τραπέζι μου, φορώντας τις φόρμες μου, τα γυαλιά μου (μια και ούτε τους φακούς μου δεν είχα διάθεση να βάλω) και εννοείται ότι ήμουν άβαφη και γενικά ατημέλητη και απολάμβανα την πιο τέλεια σοκολάτα που φτιάχνει καφετέρια στα όρια του Νομού Αττικής (για αυτό πάω εκεί και ας μην γουστάρω τους «δήθεν» και «κάπως» που μαζεύει εκεί -ακόμα και οι σερβιτόροι είναι «δήθεν».) Καταλαβαίνετε ότι με τετοια αμφίεση δεν περίμενα να συναντήσω τον άντρα της ζωής μου και να πεσει και ξερός!
Απολάμβανα λοιπόν τις πρώτες γουλιές από τη σοκολάτα μου, και μετά πήρα αγκαλιά την εφημερίδα και άρχισα το τελετουργικό του διαβάσματός της. Αφού έχω βολευτεί και κυριολεκτικά έχω βουλιάξει στο καναπεδάκι μου και απολαμβάνω την εφημερίδα και τη σοκολάτα μου, νιώθω μια «γνώριμη» ανατριχίλα στην σπονδυλική μου στήλη, ξέρετε, αυτή την ανατριχίλα όταν καποιος σε «καρφώνει» και σε φαντασιώνεται σε διάφορες στάσεις του Κάμα Σούτρα.
Ομολογώ ότι ειχα καιρό να το πάθω. Αποφάσισα να το απολαυσω πριν με το βλέμμα μου εντοπίσω την πηγή αυτής της αίσθησης. Ταχα αδιάφορα, σηκωσα τα ματια μου απο την εφημερίδα και φυσικά δεν ηταν δυσκολο να εντοπίσω τον δευτερο πελάτη, εκτός απο μένα στα δεξιά μου. Βρέθηκα να κοιτάω δυο απίστευτα γκρίζα μάτια, σχεδόν αποκοσμα, τα οποία ανηκαν σε εναν τυπο γύρω στα 45, τολμώ να σκεφτώ.
Τα μάτια μας έμειναν καρφωμενα για πολύ ώρα... Læs hele novellen