Όσο γέμιζαν τα ποτήρια με κρασί, κάθε πλησίασμά του προς το μέρος μου, μου προκαλούσε σύγχυση. Κάποια στιγμή ήπιε μονορούφι το κρασί στο ποτήρι του και γύρισε το κεφάλι του προς τα μένα, το πρόσωπό του βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου και μου ψιθύρισε στο αφτί «Σε θέλω» ... Ιδού λοιπόν είχα απρόσμενα μπροστά μου την εξέγερση αισθημάτων που περίμενα τόσο καιρό. Ακούμπησα το χέρι του την ώρα που μου έδινε το ποτήρι. Ήθελα με το άγγιγμά μου να �πιάσω� τα μέσα του σκιρτήματα, το ανάδεμα της ψυχής. Μια μικρή δόνηση ένιωσα όταν το χέρι του γλιστρούσε πάνω από το δικό μου. Μέσα μου είχε ξεσπάσει εξέγερση...
Ήμουν σίγουρη πως εκείνο το βράδυ θα ποτίζαμε τη γη όπου θα ευδοκιμούσαν τα αισθήματά μας... οι καρδιές μας θα δένονταν και δε θα βλέπαμε τίποτε άλλο εκτός από μας. Σαν τους �πρώτους έρωτες�... εκείνους που είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για χάρη τους ή νομίζαμε πως θα κρατήσουν ως το τέλος της ζωής μας...
Δε θυμάμαι απολύτως τίποτα, ξέρω μόνο πως ένα πράγμα υπήρχε στο μυαλό μου... ένα ποίημα...
Φύγαμε από το πάρτυ... βγαίνοντας έξω έριχνε ένα ψιλόβροχο που μας πάγωνε το πρόσωπο... Τη στιγμή εκείνη έπιασα το χέρι του... είχα κρυώσει... άφησα το χέρι μου στη ζεστασιά του δικού του... στο πρόσωπό του μου φάνηκε πως είδα ένα χαμόγελο... Το χέρι μου στη παλάμη του είχε μετατρέψει το παιχνίδισμά μου σε ερωτικό χάδι...
Φτάσαμε στο σπίτι του ... η ένταση στην ατμόσφαιρα ήταν πολύ μεγάλη... του έπιασα και πάλι τα χέρια χωρίς να απομακρύνω το βλέμμα μου από το δικό του... την ώρα που εγώ έκανα έρωτα με τα χέρια μας, εκείνος με κοιτούσε στα μάτια και προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι ήθελε το σώμα μου...
Τα μάτια μας έλαμπαν με λάμψη σαστισμένη προσπαθώντας να πούμε τις πρώτες λέξεις... ο χρόνος ακινητοποιείται... Δεν υπάρχουν μήνες, ώρες, λεπτά... είναι μια στιγμή... μόνο μια στιγμή...
Έσκυψε και με φίλη... Læs hele novellen