Δυστυχώς όμως θα ήταν εκείνος εκεί.
Έτσι μόλις έφυγε την Δευτέρα η γυναίκα μου για την δουλειά της, ντύθηκα και εγώ, ήθελα να βγω έξω, με έτρωγε το πάθος μου. Πήγα σε καφετέρια εκεί κοντά στο σπίτι μου. Αν και ήταν δέκα η ώρα, η καφετέρια ήταν σχεδόν γεμάτη. Βρήκα ένα τραπέζι σε μια γωνιά και κάθισα. Παρήγγειλα ένα παγωμένο φραπέ και άρχισα να διαβάζω μια εφημερίδα που κάποιος είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι.
Διάβαζα ένα άρθρο στην εφημερίδα, αλλά για να πούμε την αλήθεια, δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε μιας και το μυαλό μου ήταν περισσότερο στο πότε θα έφευγε από το σπίτι ο μαλάκας της κουνιάδας μου. Εκείνη την ώρα άδειασε ένα τραπέζι που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι μου. Κάτι κορίτσια από είκοσι έως εικοσιπέντε χρονών είχαν σηκωθεί και έφευγαν χαζολογώντας. Ήταν τέσσερις και όλες τους φορούσαν κοντές φούστες που άφηναν ακάλυπτο τον αφαλό τους. Τις είχα δει και πριν, αλλά για να πω την αλήθεια, ποτέ δεν με συγκίνησαν τα κοριτσόπουλα, από νεαρός μου άρεσαν οι μεγάλες γυναίκες που ήξεραν τι ήθελαν, χωρίς πολλά, πολλά, χωρίς μη, και δεν, στάσου και τέτοια, ήξερα ότι μια ώριμη γυναίκα έρθει μαζί σου, τότε σίγουρα θα γίνει κάτι καλό, χωρίς αναστολές και άλλες τέτοιες βαρετές χαζομάρες.
Δεν πρόλαβαν να φύγουν και αμέσως στο τραπέζι κάθισε ένα ζευγάρι. Αυτός ένας καλοντυμένος κύριος, γύρω στα εβδομήντα, εκείνη μια γυναικάρα, ψηλή, ξανθιά βαμμένη, χείλια παχιά, έτοιμα... Læs hele novellen