Τ’ αγάπησα πολύ τα όνειρά μου και τα’ δα έτσι απλά να χάνονται, το πρωινό. Πολλές βραδιές μιλώ σα φίλος, με τον εαυτό μου. Του λέω ιστορίες αλλόκοτες, ασύλληπτες, που δεν τις βάζει ο νους του ανθρώπου.
Σήμερα που ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι μου και ήμουν ξύ-πνιος κατόπιν εντολής της αδερφής μου και κρατούσα τσίλιες σε περίπτωση που θα ερχόταν μέσα η μητέρα μας και θα μας έβρισκε εμένα ανάσκελα και εκείνη να κοιμάται στην πολυθρόνα με τα πόδια να ξεκουράζονται στο στή-θος μου, του είπα πως κατόρθωσα να φτάσω σ’ αυτό το σημείο.
Του έχω πει πως έχω μια αδερφή και πως τώρα πια με βλέπει σαν υπηρέ-τη. Διαβάζει τα απογεύματα μελωδίες του Μπαχ, σ’ ένα φτηνό αρμόνιο, κι αστράφτει από χαρά. Βρήκα το θάρρος σήμερα, να της πω και με τρεμάμενη φωνή, να την παρακαλέσω:
«Θέλω να γλύψω τα πόδια σου! Άφησέ με, έστω λίγο στα ψέματα, να σε ικετέψω».
Εκείνη γέλασε δυνατά. Ένιωθα από μικρός, πως θα έπρεπε να πέσω χαμηλά
κι όσο πιο χαμηλά μπορώ και η αδερφή μου το πέτυχε εκείνη τη στιγμή με το τρανταχτό της γέλιο.
«Θέλω να γίνω ένα χαλί που το πατάνε» είπα και ήμουν ήδη ξαπλωμένος μπρούμυτα μπροστά της.
Ώστε αργότερα να σκαρφαλώσω στους ουρανούς, σαν άγγελος πια σκέφτηκα μέσα μου.
«Πάτα με, πάτα με» την ικέτεψα και τη σκεφτόμουν να ανεβαίνει στην πλάτη μ... Læs hele novellen