Ήταν το καλοκαίρι που ήμουν 18 και θα κοιμόμουν το βράδυ στο σπίτι της θείας μου. Είχε νυχτώσει και ο θείος με τη θεία πήγαν να ξαπλώσουν στο δωμάτιο τους. Είχα φοβερές καύλες. Ήθελα να ήμουν πολύ στη θέση του θείου μου. Κάποια στιγμή σηκώνομαι να πάω να πιω λίγο νερό. Καθώς περνάω έξω από το δωμάτιο τους, ακούω τη θεία μου να λέει: “Δεν αντέχω άλλο πια. Παιδιά δε μου έκανες και έρωτα έχουμε να κάνουμε εδώ και χρόνια. Θα βρω κι εγώ κάποιον νέο να με ικανοποιήσει. Στο λέω να το ξέρεις.” Ο θείος της λέει: “Μη με κάνεις ρεζίλι στο χωριό. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη κι ας σου δώσει άλλος αυτά που δεν μπορώ εγώ. Αλλά να μη το μάθει κανείς. Γιατί όποιος σε πηδήξει, θα το πει την άλλη μέρα σε όλο το χωριό. Εκτός εάν εμπιστεύεσαι κάποιον πολύ”. Η θεία μου του λέει “Θα σου ακουστεί τρελό, αλλά νομίζω ότι ... Læs hele novellen