Συνηθίζαμε να αράζουμε σπίτι. Ξαπλώναμε στο κρεβάτι μου, και βλέπαμε ταινίες στο laptop μου, που έχει μια γαμάτη οθόνη. Μας άρεσε υπερβολικά ο κινηματογράφος. Μπορεί να βλέπαμε και 4 ταινίες στη σειρά, μέχρι να βγει εντελώς ο ήλιος, και μετά να πέφταμε για ύπνο.
Όλα ωραία και καλά, αλλά ο Νίκος έχει την κακιά συνήθεια να πίνει μπυρόνια όλη αυτή την ώρα. Δεν σας λέω το πόσο ενοχλητικό γίνεται όταν από ένα σημείο και μετά σταματάμε την ταινία κάθε 15 λεπτά για να κατουρήσει, αλλά σκεφτείτε το εξής: με μπύρες, πίτσες και τσιγάρα τι σκατά διατροφή κάνει.
Ένα βράδυ δεν άντεξα και του το είπα:
«Ρε μαλάκα, πώς θα πάμε διακοπές το καλοκαίρι; Η κοιλιά σου είναι σαν 45άρη ταβερνιάρη. Ούτε να μας κοιτάν δεν θα θέλουν οι γκόμενες.»
Με κοίταξε απορημένος.
«Μη μου πεις ότι εσύ το παίζεις σωματαράς…», είπε.
«Μπορεί να μην είμαι σωματαράς, αλλά μπυροκοιλιά δεν έχω»
Και για να του το αποδείξω, έβγαλα το φανελάκι που φορούσα.
Η ταινία είχε σταματήσει. Ο Νίκος με κοίταξε σαστισμένος και είπε:
«Εντάξει, ρε συ, δεν είμαι κι εγώ τόσο χάλιας πια…»
Έβγαλε κι αυτός το φανελάκι του κι εμφανίστηκε το σώμα του. Είχε δίκιο, δεν ήταν καθόλου χάλια: λεπτός, πολύ λευκός, με αραιές μικρές τριχίτσες ανάμεσα στο στήθος του και με μια φουσκωτή στρογγυλή κοιλίτσα, που τον έκανε να φαίνεται απαλός στο χάδι.
Με είχε αποστομώσει, αλλά δεν θα παραδεχόμουν έτσι εύκολα την ήττα μου.
«Ρε μαλάκα», του είπα, «αφού έχεις βυζιά, τι μιλάς;»
Με κοίταξε κοροϊδευτικά.
«Για ποια βυζιά μιλάς, ρε χαμένε;»
Αντί άλλης απάντησης έπιασα το αριστερό... Læs hele novellen