Ευτυχώς έφευγε την πρώτη βδομάδα και ο θείος μου για κάτι σεμινάρια στην Αθήνα οπότε θα έλειπε και τις δύο βδομάδες. Εγώ θα έμενα μόνο την πρώτη γιατί έπρεπε να κάνω και τίποτα επαναλήψεις για το σχολείο. Είχα και πονηρές σκέψεις μιας και η θεία μου δε μπορεί να κάνει παιδιά ευτυχώς ή δυστυχώς, οπότε μπορεί να το κάνει με όποιον θέλει χωρίς να χρειάζεται προφυλακτικό.
Πηγαίνω λοιπόν σπίτι της τη Δευτέρα. Τα κλασικά τώρα ”Τι κάνεις; Καλά”, ”Πώς πάει το σχολείο; Καλά”… Κτλ. Κι ας έρθουμε κατευθείαν στο ψητό. Το βράδυ λοιπόν η Βίκυ βγήκε για καμιά ώρα έξω μιας κι έπρεπε να κανονίσει κάποια πράγματα για το καλοκαίρι με ένα φιλικό ζευγάρι. Εγώ μιας και βαριόμουνα να κάτσω στον υπολογιστή του θείου μου (μου έχει δώσει το ελεύθερο να κάθομαι όποτε θέλω), βέβαια δεν έχει και κανά καλό παιχνίδι, πάω να δω αναγκαστικά τηλεόραση. Είχε μια καλή περιπέτεια που πρέπει να τη ξαναείδα και θυμόμουν ότι είχε και λίγο πήδημα. Αυτό είναι λέω να τραβήξουμε και καμιά μαλακία. Ήρθε τελικά η Βίκυ αλλά πήδημα στην ταινία, όχι. Σκέφτομαι, τώρα πως στο διάολο θα δω την ταινία. Λέω ε σιγά τι θα γίνει; Δεν πήγαινε βέβαια το μυαλό μου σ’ αυτό που ακολουθούσε.
Έρχεται και η Βίκυ και κάθεται στον καναπέ ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου. Μετά από λίγη ώρα αρχίζει και το πήδημα στην ταινία. Πάω να αλλάξω κανάλι από ευγένεια αλλά με σταματάει η Βίκυ.
-Γιατί αλλάζεις κανάλι; Ντρέπεσαι που είμαι... Læs hele novellen